- ανηφοριά
- ανηφοριά, η και ανηφόρα, ηανήφορος: Η ανηφοριά ήταν πολύ απότομη, γι' αυτό κι είχαν όλοι λαχανιάσει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανηφοριά — η (κ. ανηφόρια, η κ. ανηφόρι, το) ανήφορος … Dictionary of Greek
άνοδος — Το θετικό ηλεκτρόδιο ενός ηλεκτρολυτικού στοιχείου, θερμοηλεκτρονικής λυχνίας και γενικά κάθε διάταξης μέσα στην οποία περνά ηλεκτρικό ρεύμα από ένα υγρό ή αέριο. * * * (I) άνοδος, ον (Α) ο τόπος που δεν έχει δρόμο ή πέρασμα. (II) η (AM ἄνοδος) 1 … Dictionary of Greek
ίσιωμα — και ίσωμα, το [ισιώνω/ισώνω] 1. δρόμος ίσος και ομαλός, χωρίς ανηφοριά ή κατηφοριά, δρόμος που ακολουθεί συνήθως οριζόντια διεύθυνση 2. μικρή επίπεδη έκταση ανάμεσα σε ανώμαλα, ιδίως ορεινά και βραχώδη, εδάφη 3. στον πληθ. τα ισιώματα μικρές… … Dictionary of Greek
ανάγουσα — η [ανάγω] 1. φλέβα νερού, πηγή 2. ανηφοριά, ανωφέρεια … Dictionary of Greek
ανέβα — το 1. το να ανεβαίνει κανείς, το ανέβασμα «βαρέθηκα το ανέβα κατέβα» 2. ανωφέρεια, ανηφοριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < (μσν. ουσ.) ανάβα < προστ. αορ. του αναβαίνω] … Dictionary of Greek
ανέβαση — η ανεβασιά, ανηφοριά, πλαγιά … Dictionary of Greek
ανέβασμα — το 1. ανάβαση 2. ανύψωση, φούσκωμα 3. ανηφοριά 4. δύσπνοια 5. ματακόμιση προς τα επάνω … Dictionary of Greek
ανηφορίζω — 1. βαδίζω στην ανηφοριά, παίρνω τον ανήφορο, ανεβαίνω 2. είμαι ανηφορικός … Dictionary of Greek
ανηφορικός — ή, ό 1. ανωφερής, ανοδικός 2. (για κτίσματα) αυτός που βρίσκεται σε ανωφέρεια, σε ανηφοριά … Dictionary of Greek
κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… … Dictionary of Greek